κουζινομάχαιρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουζινομάχαιρο τα κουζινομάχαιρα
      γενική του κουζινομάχαιρου των κουζινομάχαιρων
    αιτιατική το κουζινομάχαιρο τα κουζινομάχαιρα
     κλητική κουζινομάχαιρο κουζινομάχαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουζινομάχαιρα

Ετυμολογία

κουζινομάχαιρο < κουζίνα + -ο- + μαχαίρι + -ο

Ουσιαστικό

κουζινομάχαιρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.