κουζινομάχαιρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουζινομάχαιρο | τα | κουζινομάχαιρα |
| γενική | του | κουζινομάχαιρου | των | κουζινομάχαιρων |
| αιτιατική | το | κουζινομάχαιρο | τα | κουζινομάχαιρα |
| κλητική | κουζινομάχαιρο | κουζινομάχαιρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
Κουζινομάχαιρα
Ουσιαστικό
κουζινομάχαιρο ουδέτερο
- (μεγάλο και κοφτερό) μαχαίρι, που συνήθως χρησιμοποιείται στις κουζίνες
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.