κρατικοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρατικοδίαιτος | η | κρατικοδίαιτη | το | κρατικοδίαιτο |
| γενική | του | κρατικοδίαιτου | της | κρατικοδίαιτης | του | κρατικοδίαιτου |
| αιτιατική | τον | κρατικοδίαιτο | την | κρατικοδίαιτη | το | κρατικοδίαιτο |
| κλητική | κρατικοδίαιτε | κρατικοδίαιτη | κρατικοδίαιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρατικοδίαιτοι | οι | κρατικοδίαιτες | τα | κρατικοδίαιτα |
| γενική | των | κρατικοδίαιτων | των | κρατικοδίαιτων | των | κρατικοδίαιτων |
| αιτιατική | τους | κρατικοδίαιτους | τις | κρατικοδίαιτες | τα | κρατικοδίαιτα |
| κλητική | κρατικοδίαιτοι | κρατικοδίαιτες | κρατικοδίαιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κρατικοδίαιτος, -η, -ο
- (μειωτικό) κάποιος (πρόσωπο, φορέας, επιχείρηση κ.λπ.) που αποκτά το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του από την οικονομική σχέση του με το κράτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.