κρατύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρατύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
κρατύνω
- ενισχύω, ενδυναμώνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 156.1
- ὁ δὲ ἐπείτε παρέλαβε τὰς Συρηκούσας, Γέλης μὲν ἐπικρατέων λόγον ἐλάσσω ἐποιέετο, ἐπιτρέψας αὐτὴν Ἱέρωνι ἀδελφεῷ ἑωυτοῦ, ὁ δὲ τὰς Συρηκούσας ἐκράτυνε,
- Κι αυτός, από την ώρα που πήρε τις Συρακούσες, έδινε πολύ μικρή σημασία στη Γέλα που εξουσίαζε, κι εμπιστεύθηκε τη διοίκησή της στον αδερφό του Ιέρωνα, αλλά ενίσχυε τις Συρακούσες
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ δὲ ἐπείτε παρέλαβε τὰς Συρηκούσας, Γέλης μὲν ἐπικρατέων λόγον ἐλάσσω ἐποιέετο, ἐπιτρέψας αὐτὴν Ἱέρωνι ἀδελφεῷ ἑωυτοῦ, ὁ δὲ τὰς Συρηκούσας ἐκράτυνε,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 156.1
- κυβερνώ, εξουσιάζω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 150 (149-151)
- νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς | ἀθέτως κρατύνει, | τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀιστοῖ.
- κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά, | με νέους νόμους τους παλιούς αντικατάστησε θεσμούς, | κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς | ἀθέτως κρατύνει, | τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀιστοῖ.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 150 (149-151)
- σκληραίνω
- κατέχω, γίνομαι κάτοχος
- (στη μέση φωνή) ενισχύω, ισχυροποιώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 114.2
- οἱ δὲ ἐκλείψειν μὲν οὐκ ἔφασαν, σπείσασθαι δὲ σφίσιν ἐκέλευον ἡμέραν τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι. ὁ δὲ ἐσπείσατο δύο. ἐν ταύταις δὲ αὐτός τε τὰς ἐγγὺς οἰκίας ἐκρατύνατο καὶ Ἀθηναῖοι τὰ σφέτερα.
- Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν ότι δεν θα φύγουν και ζήτησαν μιας ημέρας ανακωχή, για να σηκώσουν τους νεκρούς. Ο Βρασίδας τους έδωσε δυο μέρες. Στο διάστημα αυτό οχύρωσε τα σπίτια που ήσαν κοντά στην Λήκυθο, ενώ οι Αθηναίοι οχύρωσαν και αυτοί τις θέσεις τους.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- οἱ δὲ ἐκλείψειν μὲν οὐκ ἔφασαν, σπείσασθαι δὲ σφίσιν ἐκέλευον ἡμέραν τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι. ὁ δὲ ἐσπείσατο δύο. ἐν ταύταις δὲ αὐτός τε τὰς ἐγγὺς οἰκίας ἐκρατύνατο καὶ Ἀθηναῖοι τὰ σφέτερα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 114.2
- (στην παθητική φωνή) ενισχύομαι, γίνομαι ισχυρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 13.1
- ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου.
- Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 13.1
- επικός τύπος : καρτύνω
Πηγές
- κρατύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρατύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.