κράτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κράτιστος | η | κράτιστη | το | κράτιστο |
| γενική | του | κράτιστου | της | κράτιστης | του | κράτιστου |
| αιτιατική | τον | κράτιστο | την | κράτιστη | το | κράτιστο |
| κλητική | κράτιστε | κράτιστη | κράτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κράτιστοι | οι | κράτιστες | τα | κράτιστα |
| γενική | των | κράτιστων | των | κράτιστων | των | κράτιστων |
| αιτιατική | τους | κράτιστους | τις | κράτιστες | τα | κράτιστα |
| κλητική | κράτιστοι | κράτιστες | κράτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κράτιστος < αρχαία ελληνική κράτιστος, υπερθετικός βαθμός του κρατύς < κράτος (δύναμη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐τι‐στος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κραταιός
Μεταφράσεις
κράτιστος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κράτιστος | ἡ | κρατίστη | τὸ | κράτιστον |
| γενική | τοῦ | κρατίστου | τῆς | κρατίστης | τοῦ | κρατίστου |
| δοτική | τῷ | κρατίστῳ | τῇ | κρατίστῃ | τῷ | κρατίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | κράτιστον | τὴν | κρατίστην | τὸ | κράτιστον |
| κλητική ὦ! | κράτιστε | κρατίστη | κράτιστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κράτιστοι | αἱ | κράτισται | τὰ | κράτιστᾰ |
| γενική | τῶν | κρατίστων | τῶν | κρατίστων | τῶν | κρατίστων |
| δοτική | τοῖς | κρατίστοις | ταῖς | κρατίσταις | τοῖς | κρατίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | κρατίστους | τὰς | κρατίστᾱς | τὰ | κράτιστᾰ |
| κλητική ὦ! | κράτιστοι | κράτισται | κράτιστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρατίστω | τὼ | κρατίστᾱ | τὼ | κρατίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | κρατίστοιν | τοῖν | κρατίσταιν | τοῖν | κρατίστοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κράτιστος, -η, -ον
- μεμονωμένος υπερθετικός βαθμός του κρατύς
- ο δυνατότεος, ο καλύτερος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- επικός τύπος : κάρτιστος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κράτιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κράτιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.