κρατικοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρατικοποιώ < κρατικός + -ο- + ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étatiser[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /kra.ti.ko.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρατικοποιώ

Ρήμα

κρατικοποιώ (παθητική φωνή: κρατικοποιούμαι)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.