κοχλιωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοχλιωτός η κοχλιωτή το κοχλιωτό
      γενική του κοχλιωτού της κοχλιωτής του κοχλιωτού
    αιτιατική τον κοχλιωτό την κοχλιωτή το κοχλιωτό
     κλητική κοχλιωτέ κοχλιωτή κοχλιωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοχλιωτοί οι κοχλιωτές τα κοχλιωτά
      γενική των κοχλιωτών των κοχλιωτών των κοχλιωτών
    αιτιατική τους κοχλιωτούς τις κοχλιωτές τα κοχλιωτά
     κλητική κοχλιωτοί κοχλιωτές κοχλιωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. κοχλιωτός < κοχλίας + -ωτός
  2. κοχλιωτός < κοχλιώνω + -τός

Επίθετο

κοχλιωτός, -ή, -ό

  1. που έχει σχήμα κοχλία, σπειροειδής
    κοχλιωτό γεωτρύπανο

Επίθετο

κοχλιωτός, -ή, -ό

  1. βιδωτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.