κοφτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοφτός | η | κοφτή | το | κοφτό |
| γενική | του | κοφτού | της | κοφτής | του | κοφτού |
| αιτιατική | τον | κοφτό | την | κοφτή | το | κοφτό |
| κλητική | κοφτέ | κοφτή | κοφτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοφτοί | οι | κοφτές | τα | κοφτά |
| γενική | των | κοφτών | των | κοφτών | των | κοφτών |
| αιτιατική | τους | κοφτούς | τις | κοφτές | τα | κοφτά |
| κλητική | κοφτοί | κοφτές | κοφτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κοφτός
- που έχει φτιαχτεί με κόψιμο
- κοφτό μακαρονάκι
- που μοιάζει σαν του έχει αφαιρεθεί ένα κομμάτι
- κοφτή πλαγιά
- που να έχει τα κατάλληλα αποτελέσματα πρέπει να του αφαιρεθεί ένα κομμάτι ή να του γίνει τομή
- κοφτό εργόχειρο, κοφτή βεντούζα
- (μεταφορικά) που γίνεται απότομα και γρήγορα
- κοφτό χτύπημα, κοφτή πάσα
- σύντομος και απότομος, σχεδόν αγενής, που δεν αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις και παρερμηνείες
- τα λόγια του ήταν κοφτά, δε σήκωνε αντιρρήσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.