αχμάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχμάκης οι αχμάκηδες
      γενική του αχμάκη των αχμάκηδων
    αιτιατική τον αχμάκη τους αχμάκηδες
     κλητική αχμάκη αχμάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχμάκης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική احمق (ahmaq) (τουρκική ahmak) < αραβική أَحْمَق (ʾaḥmaq, ανόητος)

Ουσιαστικό

αχμάκης αρσενικό (θηλυκό αχμάκισσα)

Παράγωγα

  • αχμάκικα (επίρρημα)
  • αχμάκικος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.