ταμπάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταμπάκης οι ταμπάκηδες
      γενική του ταμπάκη των ταμπάκηδων
    αιτιατική τον ταμπάκη τους ταμπάκηδες
     κλητική ταμπάκη ταμπάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταμπάκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική tabak < αραβική دباغ (dabbāg̠ẖ)

Ουσιαστικό

ταμπάκης αρσενικό (θηλυκό: ταμπάκαινα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.