κουκί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκί τα κουκιά
      γενική του κουκιού των κουκιών
    αιτιατική το κουκί τα κουκιά
     κλητική κουκί κουκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κουκκί πριν κοπεί από το φυτό
σαλάτα με κουκκιά

Ετυμολογία

κουκί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκκί(ν) < ελληνιστική κοινή κοκκίον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική κόκκος (ορθογραφική απλοποίηση)
για την ψήφο < (σημασιολογικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύαμος

Ουσιαστικό

κουκί ουδέτερο

  1. (όσπριο) ο σπόρος της κουκιάς (κύαμος ο κοινός)
  2. (οικείο) (ειρωνικό) η ψήφος

  • κουκκί

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • κουκιά μετρημένα: που το πλήθος τους (συνήθως ευάριθμο) δεν αμφισβητείται
  • κουκιά τρως, κουκιά μολογάς: αν έχεις λανθασμένη πληροφόρηση, θα εκφέρεις ανοησίες
  • τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω: άσχετη απάντηση
  • το κουκί και το ρεβίθι: τυποποιημένη φόρμουλα αρχής παραμυθιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.