bakla

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɑkˈɫɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bakla

Ουσιαστικό

bakla (tr)

Κλίση

Συγγενικά

  • baklalı
  • baklasız

Εκφράσεις

  • ağzından baklayı çıkarmak ή baklayı ağzından çıkarmak: (κυριολεκτικά: βγάζω το κουκί από το στόμα) λέω την αλήθεια που έπρεπε να μείνει κρυφή
  • ağzında bakla ıslanmamak: (κυριολεκτικά: το κουκί δεν θα βραχεί στο στόμα κάποιου) λέω μυστικά αμέσως αφού τα ακούσω, δεν κρατώ μυστικά (ξεφουρνίζω μυστικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.