κουκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουκιά οι κουκιές
      γενική της κουκιάς των κουκιών
    αιτιατική την κουκιά τις κουκιές
     κλητική κουκιά κουκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουκιά < κουκί + -ιά

Ουσιαστικό

κουκιά θηλυκό

  • (φυτό)ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας των Κυαμοειδών, του γένους Βίκος (Vicia) που καλλιεργείται για τους καρπούς του, τα κουκιά

Συγγενικά


Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.