κουβέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουβέλι | τα | κουβέλια |
| γενική | του | κουβελιού | των | κουβελιών |
| αιτιατική | το | κουβέλι | τα | κουβέλια |
| κλητική | κουβέλι | κουβέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουβέλι < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης kubeł < πρωτοσλαβική *kъbьlъ < παλαιά άνω γερμανική kūbel < λατινική cupellum < cupa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keup- (κοιλότητα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
κουβέλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η κυψέλη
- (παρωχημένο) μέτρο χωρητικότητας που χρησιμοποιείται για τα σιτηρά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Κουβέλτσι
Μεταφράσεις
κουβέλι
|
→ δείτε τη λέξη κυψέλη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.