κοιλό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοιλό | τα | κοιλά |
| γενική | του | κοιλού | των | κοιλών |
| αιτιατική | το | κοιλό | τα | κοιλά |
| κλητική | κοιλό | κοιλά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοιλό < (άμεσο δάνειο) τουρκική kile < περσική کیله (kile: μονάδα μέτρησης)
Ουσιαστικό
κοιλό ουδέτερο
- (παρωχημένο) μονάδα μέτρησης χωρητικότητας - όγκου, σε μορφή κυλινδρικού δοχείου (σε κάποιες περιοχές ισοδυναμούσε με ποσότητα 22 ή 24, κατά περιπτώσεις οκάδων)
- (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) μονάδα μέτρησης εμβαδού (από την έκταση του χωραφιού που έβγαζε δημητριακά 22 ή 24 οκάδων)
- κοιλόν (καθαρεύουσα)
Σημειώσεις
Αναφορές
- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1626.
- Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1909), σ. 514.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.