κουβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουβάς οι κουβάδες
      γενική του κουβά των κουβάδων
    αιτιατική τον κουβά τους κουβάδες
     κλητική κουβά κουβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας πλαστικός κουβάς.

Ετυμολογία

κουβάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουβάς < οθωμανική τουρκική قوغه (koğa, kova) (τουρκικά kova) + [1] < πρωτοτουρκική *kobga [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈvas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουβάς

Ουσιαστικό

κουβάς αρσενικό

  1. κάδος για μεταφορά υγρών, συνήθως από πλαστικό ή μέταλλο
    • (μετωνυμία) το περιεχόμενο του κάδου
      Έχυσε κατά λάθος όλο τον κουβά.
  2. πρόχειρη μονάδα μέτρησης όγκου
    Χρειαζόμαστε τρεις κουβάδες νερό.
  3. (μειωτικό) το μικρό αυτοκίνητο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.