γουβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γουβάς οι γουβάδες
      γενική του γουβά των γουβάδων
    αιτιατική τον γουβά τους γουβάδες
     κλητική γουβά γουβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γουβάς αρσενικό

  • (ιδιωματικό) άλλη μορφή του κουβάς
ένας πλαστικός γουβάς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.