κοτσάμπασης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοτσάμπασης | οι | κοτζαμπάσηδες |
| γενική | του | κοτσάμπαση | των | κοτζαμπάσηδων |
| αιτιατική | τον | κοτσάμπαση | τους | κοτζαμπάσηδες |
| κλητική | κοτσάμπαση | κοτζαμπάσηδες | ||
| Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοτσάμπασης αρσενικό
- (κυριολεκτικά, πολιτική, ιστορία, μεταφορικά) άλλη μορφή του κοτζάμπασης
Μεταφράσεις
κοτσάμπασης
|
- κοτζάμπασης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.