κοσμογυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοσμογυρισμένος | η | κοσμογυρισμένη | το | κοσμογυρισμένο |
| γενική | του | κοσμογυρισμένου | της | κοσμογυρισμένης | του | κοσμογυρισμένου |
| αιτιατική | τον | κοσμογυρισμένο | την | κοσμογυρισμένη | το | κοσμογυρισμένο |
| κλητική | κοσμογυρισμένε | κοσμογυρισμένη | κοσμογυρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοσμογυρισμένοι | οι | κοσμογυρισμένες | τα | κοσμογυρισμένα |
| γενική | των | κοσμογυρισμένων | των | κοσμογυρισμένων | των | κοσμογυρισμένων |
| αιτιατική | τους | κοσμογυρισμένους | τις | κοσμογυρισμένες | τα | κοσμογυρισμένα |
| κλητική | κοσμογυρισμένοι | κοσμογυρισμένες | κοσμογυρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοσμογυρισμένος < κοσμο- + γυρισμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου του *κοσμογυρίζω (που δεν βρίσκεται σε χρήση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.