κονταροχτυπιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα

δύο έφιπποι κονταροχτυπιούνται
κονταροχτυπιέμαι
- αγωνίζομαι στο πολεμικό αγώνισμα της κονταρομαχίας
- διαφωνώ έντονα και ανταλλάσσω επιχειρήματα με πολιτικό αντίπαλο, αντίδικο κλπ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.