κονταρομαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κονταρομαχία | οι | κονταρομαχίες |
| γενική | της | κονταρομαχίας | των | κονταρομαχιών |
| αιτιατική | την | κονταρομαχία | τις | κονταρομαχίες |
| κλητική | κονταρομαχία | κονταρομαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

σύγχρονη 'κονταρομαχία
κονταρομαχία θηλυκό
- πολεμικό αγώνισμα κατά το οποίο δύο έφιπποι με πανοπλία, ασπίδα και κοντάρι προσπαθούν να ρίξουν ο ένας τον άλλον χτυπώντας τον με το κοντάρι
- (μεταφορικά) έντονη λογομαχία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.