στειλιάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στειλιάρι | τα | στειλιάρια |
| γενική | του | στειλιαριού | των | στειλιαριών |
| αιτιατική | το | στειλιάρι | τα | στειλιάρια |
| κλητική | στειλιάρι | στειλιάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στειλιάρι < μεσαιωνική ελληνική στειλειάριον, υποκοριστικό του ελληνιστική κοινή στειλειός < αρχαία ελληνική στειλεός
Ουσιαστικό
στειλιάρι ουδέτερο
- κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, που αποτελεί αποσπώμενο τμήμα σε διάφορα εργαλεία, όπως το φτυάρι ή την αξίνα
- (μεταφορικά) στουρνάρι, αμόρφωτος
- βέργα δαρσίματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.