άλμα επί κοντώ

άλμα επί κοντώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
| γενική | του | άλματος επί κοντώ | των | αλμάτων επί κοντώ |
| αιτιατική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
| κλητική | άλμα επί κοντώ | άλματα επί κοντώ | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
άλμα επί κοντώ ουδέτερο και επί κοντώ
Συγγενικά
- επικοντίζω
- επικόντιση
- επικοντισμός
- επικοντιστής
Μεταφράσεις
άλμα επί κοντώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.