άλμα επί κοντώ

άλμα επί κοντώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλμα επί κοντώ τα άλματα επί κοντώ
      γενική του άλματος επί κοντώ των αλμάτων επί κοντώ
    αιτιατική το άλμα επί κοντώ τα άλματα επί κοντώ
     κλητική άλμα επί κοντώ άλματα επί κοντώ
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  άλμα, επί και κοντός (κοντάρι)

Πολυλεκτικός όρος

άλμα επί κοντώ ουδέτερο και επί κοντώ

  • (αθλητισμός) αγώνισμα του στίβου στο οποίο ο αθλητής χρησιμοποιεί ένα κοντάρι για να πηδήξει πάνω από μια οριζόντια δοκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.