κοντάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοντάκι | τα | κοντάκια |
| γενική | του | κοντακιού | των | κοντακιών |
| αιτιατική | το | κοντάκι | τα | κοντάκια |
| κλητική | κοντάκι | κοντάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοντάκι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοντάκιον < ελληνιστική κοινή κοντάκιον (μικρό κοντάρι) < αρχαία ελληνική κοντός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική crosse[1]
Ουσιαστικό
κοντάκι ουδέτερο
- το πίσω τμήμα ενός ντουφεκιού ή κυνηγετικού όπλου
- ※ Ακούμπησε το δεξί μάγουλο στο κοντάκι του ντουφεκιού, έκλεισε το αριστερό μάτι του και σημάδεψε. (Τάκης Αδάμος Σύντροφοι [διήγημα])
- (λόγιο) κοντάκιο
Συνώνυμα
Αναφορές
- κοντάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.