κοντακιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοντακιά | οι | κοντακιές |
| γενική | της | κοντακιάς | των | κοντακιών |
| αιτιατική | την | κοντακιά | τις | κοντακιές |
| κλητική | κοντακιά | κοντακιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kon.daˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντα‐κιά
Μεταφράσεις
κοντακιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.