κοντακιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοντακιανός | η | κοντακιανή | το | κοντακιανό |
| γενική | του | κοντακιανού | της | κοντακιανής | του | κοντακιανού |
| αιτιατική | τον | κοντακιανό | την | κοντακιανή | το | κοντακιανό |
| κλητική | κοντακιανέ | κοντακιανή | κοντακιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοντακιανοί | οι | κοντακιανές | τα | κοντακιανά |
| γενική | των | κοντακιανών | των | κοντακιανών | των | κοντακιανών |
| αιτιατική | τους | κοντακιανούς | τις | κοντακιανές | τα | κοντακιανά |
| κλητική | κοντακιανοί | κοντακιανές | κοντακιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κοντακιανός
|
|
- κοντακιανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.