ντουφέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντουφέκι | τα | ντουφέκια |
| γενική | του | ντουφεκιού | των | ντουφεκιών |
| αιτιατική | το | ντουφέκι | τα | ντουφέκια |
| κλητική | ντουφέκι | ντουφέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντουφέκι < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- ντουφεκάκι
- ντουφεκίζω
- ντουφεκίδι
- ντουφεκισμός
- ντουφεκιά
- ντουφεξής
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.