κονιορτοποιημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

κονιορτοποιημένων

  1. γενική πληθυντικού του κονιορτοποιημένος
  2. γενική πληθυντικού του κονιορτοποιημένη
  3. γενική πληθυντικού του κονιορτοποιημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.