κονδύλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κονδύλι | τα | κονδύλια |
| γενική | του | κονδυλιού | των | κονδυλιών |
| αιτιατική | το | κονδύλι | τα | κονδύλια |
| κλητική | κονδύλι | κονδύλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονδύλι < μεσαιωνική ελληνική κονδύλι(ν) < ελληνιστική κοινή κονδύλιον, υποκοριστικό του κόνδυ (κύπελλο, ποτήρι) (παρετυμολογικά προς το κοντύλι)
Ουσιαστικό
κονδύλι ουδέτερο
- (οικονομία) ένα ποσό χρημάτων για δαπάνες, που εγγράφεται σε κρατικό ή εταιρικό προϋπολογισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.