somme

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

somme < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
somme sommes

somme (fr) αρσενικό

je vais faire un petit somme - θα ρίξω έναν υπνάκο

Ετυμολογία

somme < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
somme sommes

somme (fr) θηλυκό

  1. το άθροισμα, η άθροιση
    le résultat d'une addition s'appelle la somme - το αποτέλεσμα μιας πρόσθεσης λέγεται άθροισμα
  2. το ποσό, το κονδύλι
    une somme d'argent importante - ένα σημαντικό ποσό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.