κόνδυ

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Ελληνστικό, Μένανδρος Sarri.greek  | 14:50, 1 Μαρτίου 2022 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κονδῠ-
ονομαστική τὸ κόνδῠ τὰ κόνδῠ
      γενική τοῦ κόνδῠος τῶν κονδῠ́ων
      δοτική τῷ κόνδῠῐ̈ τοῖς κόνδῠσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κόνδῠ τὰ κόνδῠ
     κλητική ! κόνδῠ κόνδῠ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόνδῠε
γεν-δοτ τοῖν  κονδῠ́οιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόνδυ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κόνδυ ουδέτερο

Συγγενικά

  • κονδύλιον

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.