κομπόστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπόστα οι κομπόστες
      γενική της κομπόστας των κομποστών
    αιτιατική την κομπόστα τις κομπόστες
     κλητική κομπόστα κομπόστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κομπόστα μήλου (στα δεξιά)

Ετυμολογία

κομπόστα < μεσαιωνική ελληνική κομπόστα < ιταλική composta < composto < comporre < λατινική componere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος compono < con- + pono < πρωτοϊταλική *poznō < po- +‎ sinō < *tḱi-né-ti < *tḱey- < *teḱ (γεννώ, γίνομαι γονιός)

Προφορά

ΔΦΑ : /komˈbo.sta/

Ουσιαστικό

κομπόστα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.