κομμωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κομμωτής | οι | κομμωτές |
| γενική | του | κομμωτή | των | κομμωτών |
| αιτιατική | τον | κομμωτή | τους | κομμωτές |
| κλητική | κομμωτή | κομμωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομμωτής < αρχαία ελληνική κομμωτής < κομμόω (καλλωπίζω) + -τής
Ουσιαστικό
κομμωτής αρσενικό, κομμώτρια θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κομμωτής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.