κομμώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομμώτρια οι κομμώτριες
      γενική της κομμώτριας των κομμωτριών
    αιτιατική την κομμώτρια τις κομμώτριες
     κλητική κομμώτρια κομμώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομμώτρια < κομμωτής + -τρια

Ουσιαστικό

κομμώτρια θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  κομμωτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.