κολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολικός | η | κολική | το | κολικό |
| γενική | του | κολικού | της | κολικής | του | κολικού |
| αιτιατική | τον | κολικό | την | κολική | το | κολικό |
| κλητική | κολικέ | κολική | κολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολικοί | οι | κολικές | τα | κολικά |
| γενική | των | κολικών | των | κολικών | των | κολικών |
| αιτιατική | τους | κολικούς | τις | κολικές | τα | κολικά |
| κλητική | κολικοί | κολικές | κολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: colique < λατινική colica < αρχαία ελληνική κωλικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λι‐κός
Ουσιαστικό
κολικός αρσενικό
- (ιατρική) οξύς πόνος…
- …στο παχύ έντερο ή τη γύρω περιοχή
- …(κατ’ επέκταση) στο νεφρό, το ήπαρ κ.α.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.