κολικόπονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολικόπονος οι κολικόπονοι
      γενική του κολικόπονου των κολικόπονων
    αιτιατική τον κολικόπονο τους κολικόπονους
     κλητική κολικόπονε κολικόπονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολικόπονος < κολικός + -ο- + πόνος

Ουσιαστικό

κολικόπονος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.