κοινοβουλευτική ομάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινοβουλευτική ομάδα | οι | κοινοβουλευτικές ομάδες |
| γενική | της | κοινοβουλευτικής ομάδας | των | κοινοβουλευτικών ομάδων |
| αιτιατική | την | κοινοβουλευτική ομάδα | τις | κοινοβουλευτικές ομάδες |
| κλητική | κοινοβουλευτική ομάδα | κοινοβουλευτικές ομάδες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινοβουλευτική ομάδα < → δείτε τις λέξεις κοινοβουλευτικός και ομάδα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.vu.le.ftiˈci oˈma.ða/
Πολυλεκτικός όρος
κοινοβουλευτική ομάδα θηλυκό
- (πολιτική) το σύνολο των βουλευτών ενός κόμματος
- συντομογραφία: ΚΟ
- ※ Τα ξίφη τους διασταυρώνουν για δεύτερη συνεχή μέρα, η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με αφορμή τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την πρόταση δυσπιστίας, την οποία υπέβαλε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
- Δεύτερος γύρος αντιπαράθεσης για την πρόταση μομφής, Η Καθημερινή, 29 Ιανουαρίου 2022
Μεταφράσεις
κοινοβουλευτική ομάδα
Πηγές
- ομάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.