κοινοβουλευτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κοινοβουλευτικά < κοινοβουλευτικός + -ά
Μεταφράσεις
κοινοβουλευτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κοινοβουλευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοινοβουλευτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.