κοιλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κοιλότης | αἱ | κοιλότητες |
| γενική | τῆς | κοιλότητος | τῶν | κοιλοτήτων |
| δοτική | τῇ | κοιλότητῐ | ταῖς | κοιλότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κοιλότητᾰ | τὰς | κοιλότητᾰς |
| κλητική ὦ! | κοιλότης | κοιλότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοιλότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κοιλοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοιλότης < κοῖλο(ς) + -της
Πηγές
- κοιλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.