κοιλότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοιλότης αἱ κοιλότητες
      γενική τῆς κοιλότητος τῶν κοιλοτήτων
      δοτική τῇ κοιλότητ ταῖς κοιλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κοιλότητ τὰς κοιλότητᾰς
     κλητική ! κοιλότης κοιλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοιλότητε
γεν-δοτ τοῖν  κοιλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοιλότης < κοῖλο(ς) + -της

Ουσιαστικό

κοιλότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.