οψιγενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οψιγενής η οψιγενής το οψιγενές
      γενική του οψιγενούς* της οψιγενούς του οψιγενούς
    αιτιατική τον οψιγενή την οψιγενή το οψιγενές
     κλητική οψιγενή(ς) οψιγενής οψιγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οψιγενείς οι οψιγενείς τα οψιγενή
      γενική των οψιγενών των οψιγενών των οψιγενών
    αιτιατική τους οψιγενείς τις οψιγενείς τα οψιγενή
     κλητική οψιγενείς οψιγενείς οψιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οψιγενής < ελληνιστική κοινή ὀψῐγενής / ὀψιγέννητος

Επίθετο

οψιγενής, -ής, -ές

  1. γεννημένος μετά τον θάνατο του πατέρα του
     συνώνυμα: κοιλάρφανος, κοιλιάρφανος
  2. αυτός που γεννήθηκε καθυστερημένα (όψιμα)

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις οψέ και γεννώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.