οψιγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οψιγενής | η | οψιγενής | το | οψιγενές |
| γενική | του | οψιγενούς* | της | οψιγενούς | του | οψιγενούς |
| αιτιατική | τον | οψιγενή | την | οψιγενή | το | οψιγενές |
| κλητική | οψιγενή(ς) | οψιγενής | οψιγενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οψιγενείς | οι | οψιγενείς | τα | οψιγενή |
| γενική | των | οψιγενών | των | οψιγενών | των | οψιγενών |
| αιτιατική | τους | οψιγενείς | τις | οψιγενείς | τα | οψιγενή |
| κλητική | οψιγενείς | οψιγενείς | οψιγενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οψιγενής < ελληνιστική κοινή ὀψῐγενής / ὀψιγέννητος
Επίθετο
οψιγενής, -ής, -ές
- γεννημένος μετά τον θάνατο του πατέρα του
- αυτός που γεννήθηκε καθυστερημένα (όψιμα)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οψέ και γεννώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.