ὀρφανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀρφανός | ἡ | ὀρφανή | τὸ | ὀρφανόν |
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀρφανοῦ | τῆς | ὀρφανῆς | τοῦ | ὀρφανοῦ |
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀρφανῷ | τῇ | ὀρφανῇ | τῷ | ὀρφανῷ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀρφανόν | τὴν | ὀρφανήν | τὸ | ὀρφανόν |
| κλητική ὦ! | ὀρφανέ | ὀρφανή | ὀρφανόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀρφανοί | αἱ | ὀρφαναί | τὰ | ὀρφανᾰ́ |
| γενική | τῶν | ὀρφανῶν | τῶν | ὀρφανῶν | τῶν | ὀρφανῶν |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀρφανοῖς | ταῖς | ὀρφαναῖς | τοῖς | ὀρφανοῖς |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀρφανούς | τὰς | ὀρφανᾱ́ς | τὰ | ὀρφανᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ὀρφανοί | ὀρφαναί | ὀρφανᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρφανώ | τὼ | ὀρφανᾱ́ | τὼ | ὀρφανώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀρφανοῖν | τοῖν | ὀρφαναῖν | τοῖν | ὀρφανοῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὀρφανός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ὀρφανός, -ός/-ή, -όν
- ορφανός, που δεν έχει γονείς ή που έχει πεθάνει ο πατέρας του
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 68 (67-68)
- τῇσι τοκῆας μὲν φθῖσαν θεοί, αἱ δ᾽ ἐλίποντο | ὀρφαναὶ ἐν μεγάροισι,
- Όταν αφάνισαν οι αθάνατοι τους δυο γονείς τους, εκείνες ξέμειναν | μες στο παλάτι ορφανές·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τῇσι τοκῆας μὲν φθῖσαν θεοί, αἱ δ᾽ ἐλίποντο | ὀρφαναὶ ἐν μεγάροισι,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 330
- ὅς τέ τεο ἀφραδίῃς ἀλιτήνεται ὀρφανὰ τέκνα,
- αυτός που απ᾽ αμυαλιά αδίκησε παιδιά ορφανά,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὅς τέ τεο ἀφραδίῃς ἀλιτήνεται ὀρφανὰ τέκνα,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 653 (652-653)
- οἰκτίρω δέ νιν | χήραν παρ᾽ ἐχθροῖς παῖδά τ᾽ ὀρφανὸν λιπεῖν.
- Με πιάνει πόνος | χήρα να την αφήσω στων εχθρών τα χέρια, και το παιδί ορφανό.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- οἰκτίρω δέ νιν | χήραν παρ᾽ ἐχθροῖς παῖδά τ᾽ ὀρφανὸν λιπεῖν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 68 (67-68)
- (για ζώα) ορφανός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1361 (1360-1362)
- οὐδέν γ᾽· ἐπειδήπερ γὰρ ἦλθες, ὦ μέλε, | εὔνους, πτερώσω σ᾽ ὥσπερ ὄρνιν ὀρφανόν. | σοὶ δ᾽, ὦ νεανίσκ᾽, οὐ κακῶς ὑποθήσομαι,
- Καθόλου, αγαπητέ· μια κι ήρθες όμως με φιλικά για μας αισθήματα,| άκου. Σαν ορφανό πουλί θα σε φτερώσω | κι όχι άσκημες ορμήνιες θα σου δώσω,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὐδέν γ᾽· ἐπειδήπερ γὰρ ἦλθες, ὦ μέλε, | εὔνους, πτερώσω σ᾽ ὥσπερ ὄρνιν ὀρφανόν. | σοὶ δ᾽, ὦ νεανίσκ᾽, οὐ κακῶς ὑποθήσομαι,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1361 (1360-1362)
- (γενικότερα) στερημένος από κάτι, που στερείται κάποιον, που έχει έλλειψη ενός πράγματος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 425 (423-425)
- ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς | ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ὡς ὅταν κενῆς | εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος·
- φάνηκε η κόρη εκεί. Βάζει τους θρήνους | σαν το πικρό πουλί τις στριγγιές κλάψες που την άδεια | φωλιά του ορφανεμένη θα βρει από τα μικρά του·
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἡ παῖς ὁρᾶται κἀνακωκύει πικρᾶς | ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, ὡς ὅταν κενῆς | εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 425 (423-425)
Συγγενικά
- ὀρφανεία
- ὀρφάνευμα
- ὀρφανεύω
- ὀρφανία
- ὀρφανίζω
- ὀρφανικός
- ὀρφάνιος
- ὀρφανιστής
- ὀρφανοδικασταί
- ὀρφανόομαι
- ὀρφανοπάτωρ
- ὀρφανότης
- ὀρφανοτροφεῖον
- ὀρφανοτροφέω
- ὀρφανοτρόφος
- ὀρφανοφύλαξ
- ὀρφανόω
- ὀρφόω (και τα παράγωγά του)
- στα λατινικά: orbus
Πηγές
- ὀρφανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρφανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.