κοίλα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.la/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κοίλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοίλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.