αμφίκοιλος

Νέα ελληνικά (el)

με τον αριθμό 2 υποδεικνύεται ένας αμφίκοιλος φακός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίκοιλος η αμφίκοιλη το αμφίκοιλο
      γενική του αμφίκοιλου της αμφίκοιλης του αμφίκοιλου
    αιτιατική τον αμφίκοιλο την αμφίκοιλη το αμφίκοιλο
     κλητική αμφίκοιλε αμφίκοιλη αμφίκοιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίκοιλοι οι αμφίκοιλες τα αμφίκοιλα
      γενική των αμφίκοιλων των αμφίκοιλων των αμφίκοιλων
    αιτιατική τους αμφίκοιλους τις αμφίκοιλες τα αμφίκοιλα
     κλητική αμφίκοιλοι αμφίκοιλες αμφίκοιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφίκοιλος < αμφι- + κοίλος

Επίθετο

αμφίκοιλος, -η, -ο

  1. κοίλος και από τις δύο του πλευρές
    αμφίκοιλος φακός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.