κλιμάκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλιμάκωση | οι | κλιμακώσεις |
| γενική | της | κλιμάκωσης* | των | κλιμακώσεων |
| αιτιατική | την | κλιμάκωση | τις | κλιμακώσεις |
| κλητική | κλιμάκωση | κλιμακώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κλιμακώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλιμάκωση < αρχαία ελληνική κλίμαξ
Ουσιαστικό
κλιμάκωση θηλυκό
- βαθμιαία αύξηση της έντασης ή της ευρύτητας μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή δραστηριότητας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.