κλιμακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλιμακώνομαι < κλιμακώνω
Ρήμα
κλιμακώνομαι
- οξύνομαι, ανεβαίνω σημαντικά σε μια κλίμακα, διαβάθμιση: χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά
- Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο
- Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.