κλιμακώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλιμακώνομαι < κλιμακώνω

Ρήμα

κλιμακώνομαι

  1. οξύνομαι, ανεβαίνω σημαντικά σε μια κλίμακα, διαβάθμιση: χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά
    Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο
    Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.