κλεῖθρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κλεῖθρον | τὰ | κλεῖθρᾰ |
| γενική | τοῦ | κλείθρου | τῶν | κλείθρων |
| δοτική | τῷ | κλείθρῳ | τοῖς | κλείθροις |
| αιτιατική | τὸ | κλεῖθρον | τὰ | κλεῖθρᾰ |
| κλητική ὦ! | κλεῖθρον | κλεῖθρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλείθρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλείθροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλεῖθρον < κλεί(ω) + -θρον
Ουσιαστικό
κλεῖθρον, -ου ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- μοχλός για το κλείδωμα της πόρτας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 1.17
- ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύασι τὰς πύλας, οἱ δ᾽ εἰσπίπτουσιν.
- λίγοι στρατιώτες που έτυχε να βρίσκονται μέσα, μόλις βλέπουν αυτά που γίνονταν κοντά στις πύλες, τις ανοίγουν διάπλατα, αφού πρώτα έκοψαν την αμπάρα με τα τσεκούρια, κι ορμούν κι οι άλλοι μέσα στην πόλη.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύασι τὰς πύλας, οἱ δ᾽ εἰσπίπτουσιν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 73, 42 Πλοῖον ἢ Εὐχαί @wikisource @scaife.perseus
- καὶ μὴν καὶ ἐς ὕπνον κατασπᾶν ὁπόσους ἂν ἐθέλω καὶ ἅπασαν θύραν προσιόντι μοι ἀνοίγεσθαι χαλωμένου τοῦ κλείθρου καὶ τοῦ μοχλοῦ ἀφαιρουμένου, ταῦτα ἀμφότερα εἷς δακτύλιος δυνάσθω.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 1.17
- (ανατομία) είσοδος του λάρυγγα
- (για λιμάνι) λιμενοβραχίονας
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 20, 85.4 v.5.p.295, @scaife.perseus
- οἱ δὲ Ῥόδιοι θεωροῦντες τοῦ Δημητρίου τὴν πᾶσαν ἐπιβολὴν οὖσαν ἐπὶ τὸν λιμένα καὶ αὐτοὶ τὰ πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τούτου παρεσκευάζοντο. δύο μὲν οὖν ἔστησαν μηχανὰς ἐπὶ τοῦ χώματος, τρεῖς δʼ ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων πλησίον τῶν κλείθρων τοῦ μικροῦ λιμένος·
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 37 @perseus.tufts.edu @wikisource
- ταῦτα μὲν φυσικά, ἐπίκειται δὲ τοῖς στόμασιν ἀμφοτέροις τῆς διώρυγος κλεῖθρα οἷς ταμιεύουσιν οἱ ἀρχιτέκτονες τό τε εἰσρέον ὕδωρ καὶ τὸ ἐκρέον.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 49 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἡ δὲ τριήρης ἐφ’ ἧς αὐτὸς κατέπλει μέχρι μὲν τῶν κλείθρων τοῦ Πειραιέως προέτρεχεν ἁλουργοῖς ἱστίοις·
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 20, 85.4 v.5.p.295, @scaife.perseus
- δωρικός τύπος : κλᾷθρον, κλάϊθρον
- ιωνικός τύπος : κλήϊθρον
- αττικός τύπος : κλῇθρον
Συγγενικά
- κλειθρία
- κλειθρίδιον
- κλειθρίον (: υποκοριστικό του κλεῖθρον)
- κλειθριώδης
- κλειθροποιός
- κλείθρωσις
- → και δείτε τη λέξη κλείω
Πηγές
- κλεῖθρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλεῖθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.