κλειθρία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλειθρί αἱ κλειθρίαι
      γενική τῆς κλειθρίᾱς τῶν κλειθριῶν
      δοτική τῇ κλειθρί ταῖς κλειθρίαις
    αιτιατική τὴν κλειθρίᾱν τὰς κλειθρίᾱς
     κλητική ! κλειθρί κλειθρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλειθρί
γεν-δοτ τοῖν  κλειθρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλειθρία < αρχαία ελληνική κλεῖθρον + -ία < κλείω

Ουσιαστικό

κλειθρία θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) κλειδαρότρυπα
  2. (ελληνιστική κοινή) χαραμάδα πόρτας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.