κλειθροποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλειθροποιός | οι | κλειθροποιοί |
| γενική | του | κλειθροποιού | των | κλειθροποιών |
| αιτιατική | τον | κλειθροποιό | τους | κλειθροποιούς |
| κλητική | κλειθροποιέ | κλειθροποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kli.θɾo.piˈos/
Μεταφράσεις
κλειθροποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.