κλείδωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλείδωμα τα κλειδώματα
      γενική του κλειδώματος των κλειδωμάτων
    αιτιατική το κλείδωμα τα κλειδώματα
     κλητική κλείδωμα κλειδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλείδωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κλείδωμα ουδέτερο

  • αποτροπή εισόδου ή πρόσβασης σε κάτι (με χρήση κλειδαριάς ή αλλού μέσου)

Παράγωγα

  • υβρεοκλείδωμα (ψηφιακή αναγνώριση λίστας λέξεων και μη αποδοχή ανανέωσης σελίδας/ανοίγματος e-mail κτλ. όταν έστω και μία από τις λέξεις εμπεριέχεται, ακόμα και σε μη χυδαία λέξη· πχ bαnαl)

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.