κλαρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλαρίτης | οι | κλαρίτες |
| γενική | του | κλαρίτη | των | κλαριτών |
| αιτιατική | τον | κλαρίτη | τους | κλαρίτες |
| κλητική | κλαρίτη | κλαρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κλαρίτης αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλαρί
Μεταφράσεις
κλαρίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.