κλάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλάρα οι κλάρες
      γενική της κλάρας των (κλαρών)
    αιτιατική την κλάρα τις κλάρες
     κλητική κλάρα κλάρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλάρα < κλαρ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα

Ουσιαστικό

κλάρα θηλυκό

  1. μεγάλο κλαρί (κλαδί φυτού)
  2. φυτικό διακοσμητικό σχέδιο σε ύφασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.